Ανδρέας Γιολάσης

Ανδρέας Γιολάσης

Ανδρέας Γιολάσης: Ποίηση, το ισοδύναμο μιας γέννας

Για ν’ ανθίσει η ποίηση χρειάζεται ειδικό περιβάλλον ή είναι τέτοια η έντασή της που αναβλύζει με όποιους όρους και συνθήκες;

Ο λόγος του αληθινού ποιητή αναβλύζει σαν πίδακας ορμητικός, γράφεται με το ίδιο του το αίμα, είναι συχνά επώδυνος και βασανιστικός, το ισοδύναμο μιας γέννας. Το καταστάλαγμα μιας βιωματικής σχέσης με τον κόσμο γύρω μας και η ενστάλαξη του αποτυπώματός του βαθιά μέσα μας, το όργωμα της ψυχής μας. Αν δεν συμβαίνει αυτό, μιλάμε κυρίως για τεχνική. Αλλά η τεχνική είναι ένα ρούχο που, όσο καλής ποιότητας και καλοραμμένο να είναι, κάποτε θα φθαρεί και θα παλιώσει. Και θ’ αποκαλύψει αν υπάρχει η φλόγα που σιγοκαίει τα σωθικά.
Ποιητής δεν είναι απαραίτητα αυτός που μπορεί να καταδυθεί στα μεγαλύτερα συναισθηματικά βάθη. Ανεξάρτητα από περιβάλλον, εποχές και συνθήκες, συνεπάγεται πρώτιστα μια ιδιαίτερη προδιάθεση. Τυχαίοι παράγοντες μπορεί να βοηθήσουν ή να σταθούν εμπόδιο στην απελευθέρωση του ποιητικού «ενστίκτου» και στην πραγμάτωσή του. Όπως και κάθε τι άλλο στη ζωή.
Η ίδια η ποίηση δημιουργεί αποκλεισμούς;
Η ποίηση, γενικά μιλώντας, αποκλείει τους αποκλεισμούς, τουλάχιστον αυτούς που γεννάνε οι αόρατοι μηχανισμοί που κανοναρχούν την καθημερινότητα της ζωής μας. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν μπορεί να δημιουργεί άλλους, εσωτερικούς, «δικούς» της αποκλεισμούς. Συνυφασμένους άλλοτε με την ιδιαιτερότητα της χρήσης του γλωσσικού εργαλείου (που κλειδαμπαρώνει τις βαριές του σιδερόπορτες έτσι ώστε μόνον όσοι διαθέτουν ή μπορούν να επινοήσουν κατάλληλο αντικλείδι να καταφέρνουν να εισέρχονται), άλλοτε με την περιπλάνηση σε απόλυτα προσωπικές συναισθηματικές διαδρομές (απροσπέλαστες, εκ των πραγμάτων, για τους περισσότερους), άλλοτε με τη συστροφή των νοημάτων σε στριφνούς νοητικούς λαβυρίνθους (όπου πολύ δύσκολα μπορεί να βρει κανείς τον μίτο για την έξοδο).
Το ποίημα, αν δεν κατορθώσει ν’ «αναμοχλεύσει» τον συναισθηματικό κόσμο του αποδέκτη, να μιλήσει βαθιά μέσα του, θ’ απομείνει μια χειρονομία μετέωρη, ένα ανεπίδοτο γράμμα. Αν αυτό οφείλεται σε ανικανότητα ή αποτυχία του ποιητή να μετουσιώσει τους δικούς του συναισθηματικούς κραδασμούς σε λόγο ικανό να συνεγείρει τον αναγνώστη, δεν πρόκειται γι’ αποκλεισμό (πολύ περισσότερο αν αυτός ο συναισθηματικός κραδασμός είναι αβαθής ή προσχηματικός). Η επιτέλεση της λειτουργίας του ποιητικού κειμένου, δεν προϋποθέτει μόνον έναν ικανό πομπό αλλά και έναν ευαίσθητο, «συντονισμένο» δέκτη, συνδυασμός όχι απαραίτητα συνηθισμένος. Που οι κεραίες του να είναι σε θέση να συλλαμβάνουν και να αποκωδικοποιούν τα σήματα που εκπέμπει ο ποιητής, που συνεπάγεται κάποιες κοινές προσλαμβάνουσες παραστάσεις, κάποιες τεμνόμενες κι όχι ασύμπτωτες τροχιές στο σύμπαν όπου εγγράφεται η ύπαρξή μας. Στην ιδανική περίπτωση, θα εκτοξευτεί στα ουράνια το θεσπέσιο βεγγαλικό ενός κοινού συναισθηματικού στροβιλισμού στους ρυθμούς και τη μελωδία που εγκαθιδρύει αυτό το ιδιότυπο κατασκεύασμα από λέξεις (δηλαδή συμπαραδηλώσεις, συνειρμούς, σύμβολα και σημασίες που κουβαλάει η γλώσσα ως εργαλείο επικοινωνίας).
Βρίσκετε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ποίηση και το ποιητικό;
Αν ορίσουμε την ποίηση διασταλτικά, σαν ένα ξεχωριστό εικαστικό αποτέλεσμα ή  εμπειρία, που μπορεί να συντίθεται ή να υποστασιοποιείται από εικόνες, ήχους, γεύσεις και μυρουδιές, από κινήσεις σωμάτων ή ογκοπλαστικές μορφές, από συνδυασμούς όλων των προηγουμένων ή και πολλών άλλων ακόμη, τότε το «ποιητικό» γίνεται κάτι πολύ ευρύ που εμπεριέχει και την ποίηση. Μπορούμε να μιλάμε π.χ. για ποιητικό κινηματογράφο αλλά και για έναν κήπο-ποίημα, για  ποιητική «ατμόσφαιρα» ή «ματιά». Γενικά, το ποιητικό ως επιθετικός προσδιορισμός, δηλώνει άλλοτε απλά μια προδιάθεση κι άλλοτε ένα αποτέλεσμα που, με κάποια αοριστία είναι αλήθεια, ανταποκρίνεται σ’ αυτήν την, ασαφή επίσης, προδιάθεση. Η ποίηση είναι μια πραγματωμένη τέτοια προδιάθεση και -ευτυχώς- ο βαθμός «επιτυχίας» της δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί και να μετρηθεί σε κάποια κοινά παραδεκτή κλίμακα, γιατί η όποια αξιολόγηση θα ενέχει πάντα μια μεγαλύτερη ή μικρότερη δόση υποκειμενικότητας (συνυφασμένη όχι μόνον με την αντιληπτικότητα και την ψυχική προδιάθεση του αποδέκτη-κριτή αλλά και με τα συμφραζόμενα της εποχής και του τόπου).

Ως αρχιτέκτονας, πώς αντιλαμβάνεστε τη σχέση της αρχιτεκτονικής με την ποίηση και την τέχνη γενικότερα;
Τα δομικά στοιχεία του ποιήματος είναι οι λέξεις. Στα αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα είναι, αντίστοιχα, ο πηλός, η πέτρα, το ατσάλι, το μπετόν, το γυαλί. Σ’ ένα λίγο πιο αφηρημένο επίπεδο, αντί για υλικά, μιλάμε για σχήματα, σχέσεις και αναλογίες, για κλίμακα, μορφολογία και ρυθμό. Που προκαλούν συναισθηματικές αντιδράσεις και νοητικές διεργασίες, που μπορούν ακόμα και να υποβάλουν τρόπους συμπεριφοράς. Εδώ, λοιπόν, ανιχνεύεται ένας κοινός παρανομαστής, που στην κάθε περίπτωση σαρκώνεται και γίνεται αναγνωρίσιμος με διαφορετικό τρόπο. Η αρχιτεκτονική, βέβαια, είναι εφαρμοσμένη τέχνη,  αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση αναγκών και προϋποθέτει κάποιο επίπεδο τεχνογνωσίας, κάτι που τη διαφοροποιεί από τις «καλές» τέχνες. Όμως, ο όρος «ποιητική αρχιτεκτονική» δεν είναι αδόκιμος. Αναφέρεται στην επίτευξη μιας μορφής, όπου, χωρίς να εγκαταλείπεται η λειτουργικότητα του κτιρίου, επινοούνται κατά προτεραιότητα λύσεις πέρα από τα κοινότοπα συμβατικά πλαίσια (αναγνωρίσιμες π.χ. τόσο σ’ ένα «χειροποίητο» νησιώτικο σπίτι όσο και στο Ερεχθείο). Μπορούμε, επιπλέον, να μιλήσουμε για ποιητική αρχιτεκτονική, αναφερόμενοι μόνο σε σχεδιασμούς στο χαρτί (ή τον υπολογιστή), ενδεχομένως μη υλοποιήσιμους που, όμως, ακόμα και σαν γυμνάσματα της φαντασίας, μπορεί να είναι γόνιμοι και γοητευτικοί.

Ο Προμηθέας από αγάπη και συμπόνια στο ανθρώπινο γένος, έδειξε στους ανθρώπους πώς να χρησιμοποιούν τη φωτιά, την οποία ως γνωστόν έκλεψε από τους εξουσιαστές. Αυτή η καταραμένη φωτιά σε όλες τις εκδοχές της, είναι που μας κατατρώει τα σπλάχνα και δικαιώνει συνεχώς τον εξεγερμένο Τιτάνα. Ίχνη ανεξίτηλα στην ψυχή μας, ισχυρός σύνδεσμος νου και καρδιάς, συναισθημάτων και αισθήσεων, ανάσας και σιωπής, η ποίηση αφήνει τ” αποτυπώματά της αποκαλύπτοντας ό,τι φαίνεται απαραίτητο. Υποβάλλει μια ατμόσφαιρα που παραπέμπει στη δική της εσωτερική φωνή και μουσικότητα, σε ρίγη που δονούν, σε μια μετέωρη ασάφεια, στην ίδια μας τη ζωή. Η ποίηση και η Τέχνη συνολικά είναι εκείνες που δημιουργούν τις εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ μας, είναι εκείνες που μας δίνουν τη δύναμη ν” αντισταθούμε στην επιτηρούμενη Δημοκρατία που ορίζει η νέα πραγματικότητα με τον φετιχισμό ή τη φαντασίωση της «ασφάλειας». Οι τρεμάμενες λέξεις, τα χρώματα του έρωτα και της αγωνίας, οι τραυματικές εμπειρίες, οι μνήμες, οι ανολοκλήρωτοι πόθοι, ο θάνατος, το φως, τα βαθιά σκοτάδια, τα ουρλιαχτά, είναι οι δικές μας ευάλωτες σταθερές «ασφάλειας», γύρω από τις οποίες κινούμενοι, αφού καταδυθούμε, αναδυόμαστε λουσμένοι σ’ ένα διαφορετικά φωτοσκιασμένο φως λύτρωσης . 
ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ 07.10.2013 συνέντευξη στην Μιμίκα Κριτσανίδου

Από τις εκδόσεις Ταξιδευτής κυκλοφορούν τα έργα του:

  • Δευτέρα Παρουσία   (2009)
  • Σκόρπια Διαδήλωση (2007)