Ονείρου Στράτα

Μόλις ένα χρόνο μετά την Μάχη της Κρήτης και την κυριαρχία των Ναζί στο νησί, πολλούς μήνες πριν το αντιστασιακό ελληνικό ορόσημο του Γοργοπόταμου, στην πιο κρίσιμη φάση του Μετώπου στη Βόρεια Αφρική, το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου επέφερε βαρύ πλήγμα στους γερμανικούς σχεδιασμούς υποστήριξης από αέρος του Ρόμελ

και αποτέλεσε την πρώτη, μεγάλης κλίμακας, πράξη αντίστασης στον ελληνικό χώρο, μάλλον και σε ολόκληρη την Ευρώπη, τότε που ακόμη όλα τά ’σκιαζε η φοβέρα. Άλλο ένα στοιχείο που προσδίδει ιδιαιτερότητα στη συγκεκριμένη επιχείρηση είναι το γεγονός ότι πρωταγωνιστές που την έφεραν εις πέρας ήταν Γάλλοι κομάντος, στην μοναδική δυναμική εμφάνισή τους στην «εισαγόμενη» αντιστασιακή δράση στην Ελλάδα, πριν αυτή καταστεί αποκλειστικό πεδίο των Εγγλέζων.

Ως ιστορικό γεγονός το σαμποτάζ του ’42 στο αεροδρόμιο Ηρακλείου έμεινε μάλλον στο περιθώριο της ιστοριογραφίας της περιόδου, όπως ακριβώς (μήπως γι’ αυτό;) στο διωκόμενο «περιθώριο» της μεταπολεμικής ελληνικής πραγματικότητας κατατάχθηκε επί δεκαετίες ο μοναδικός κρητικός πρωταγωνιστής του.
Από το ηλικιακό «περιθώριο» εισέβαλε στο κέντρο της επιχείρησης ο αδιαφιλονίκητος βασικός πρωταγωνιστής της σύντομης ιστορίας του Σαμποτάζ: Ένα παιδί μόλις 15 ετών, δηλώνοντας ψευδώς μεγαλύτερη ηλικία, κατάφερε να καταταγεί στους Ελεύθερους Γάλλους του Ντε Γκολ και αγγίζοντας τα 17 του χρόνια δόξασε τη γαλλική αντίσταση στο έδαφος της Κρήτης, καταθέτοντας στο πεδίο της αντιναζιστικής δράσης την ίδια του τη ζωή, χιλιάδες μίλια μακριά από εκεί που οι συμμαθητές του ανέμελοι εξακολουθούσαν να διαβιούν στους ρυθμούς του «πουρκουά».
Έτσι ή κάπως έτσι, ο 17χρονος Πιερ-Λεοστίκ επιβεβαίωσε το κατά Κικέρωνα αξίωμα ότι η Ιστορία είναι «φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής» και αποτέλεσε μούσα κρητικής κοπής για την ανά χείρας απόπειρα θεατρικής αφήγησης…

Το «Ονείρου Στράτα, οδός Πιερ-Λεοστίκ Πετράκη» είναι μια πρόταση έμμετρου θεατρικού έργου, σε δώδεκα πράξεις και πέντε χορικά, με ιστορικό περιεχόμενο και ισχυρές δόσεις μυθοπλασίας.

Κείμενο της Μαρίας Βλασσοπούλου (Δ/ντριας Βιβλιοθήκης Βουλής των Ελλήνων) για το βιβλίο:

Ένα έργο ενάντια στη λήθη αποτελεί το βιβλίο του Γιώργου Γιουκάκη, στην παρουσίαση του οποίου έχω την χαρά και την τιμή να συμμετέχω σήμερα. Γιώργο και Εκδόσεις «Ταξιδευτής», ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό. Έργο μετρημένο, σεμνό, ευθύβολο και γενναίο, λακωνικό και λυρικό ταυτόχρονα, φτιαγμένο με αγάπη, ταπεινότητα και σύνεση, καθρεφτίζει την ποιότητα του δημιουργού του. Η ίδια η έκδοση, λιτή και προσεγμένη, διανθισμένη με τα όμορφα σχέδια του Γιάννη Κουτσοκώστα, υπηρετεί ακριβώς αυτή την εικόνα.

Η Ονείρου Στράτα, Οδός Πιερ-Λεοστίκ Πετράκη, εκκινεί από ένα ιστορικό γεγονός, μία από τις πρώτες πράξεις αντίστασης κατά των ναζιστικών δυνάμεων στον ελληνικό χώρο, την περίοδο της Κατοχής· συγκεκριμένα, από το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου τον Ιούνιο του 1942, που ανέλαβε και έφερε εις πέρας με επιτυχία μία «τριεθνής ομάδα», αποτελούμενη από τέσσερις γάλλους κομάντος της SAS (SpecialAirService), τον επικεφαλής της επιχειρήσης, GeorgeBergé, τον JackSibard, τον JacquesMouhot και τον PierreLeostic, έναν Άγγλο λοχαγό, τον λόρδο GeorgeJellicoe και έναν Κρητικό έφεδρο ανθυπολοχαγό, τον Κωστή Πετράκη. Η αφήγηση διατρέχει με ευσύνοπτο τρόπο όλες τις πληροφορίες που συγκροτούν τον συμπαγή ιστορικό πυρήνα του γεγονότος, την άφιξη των έξι με υποβρύχιο από την Αίγυπτο στην Κρήτη, την πετυχημένη επιχείρησή τους και την ανατίναξη του αεροδρομίου, την προσπάθεια φυγής τους μέσα από τα χωριά της Κρήτης, τα αντίποινα των Γερμανών με την εκτέλεση εξήντα δύο Κρητικών στο Ηράκλειο, την προδοσία της ομάδας από Κρητικό έξω από τα Βασιλικά Ανώγεια, την εκτέλεση του PierreLeostic, τη σύλληψη των άλλων τριών Γάλλων, τη φυγή και τη σωτηρία του GeorgeJellicoe και του Κώστα Πετράκη στην Αίγυπτο.   

Ο Γιώργος Γιουκάκης, όμως, δεν ενδιαφέρεται να γράψει μια ιστορική πραγματεία. Η έμμετρη θεατρική του αφήγηση ζυμώνει το ιστορικό γεγονός με τη μυθοπλασία, για να ρίξει φως σε ήρωες που για χρόνια μείναν στη σκιά, να δώσει λόγο σε εκείνους που τον στερήθηκαν, να τοποθετήσει τις μικροϊστορίες τους και την ιστορία του τόπου του την περίοδο της Κατοχής στον καμβά της μεγάλης Ιστορίας, να μιλήσει μέσα από παραδείγματα για τις αιώνιες αξίες, αφού -όπως γράφει- «πάντα η ζωή μετριότανε ποια πατουχιά θ’ αφήσει».

Επεκτείνοντας τον χρόνο της αφήγησής του πριν από τον χρόνο των γεγονότων, στην παιδική ηλικία του PierreLeostic, τότε που «στην άμμο κένταγε ροδιές μ’ ένα ποδηλατάκι», ήδη από τους πρώτους στίχους φανερώνει ότι το έργο είναι ένας ύμνος στον νεαρό Γάλλο από το Ρόσενταλ της Δουνκέρκης, που αποφασίζει να καταταγεί δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία:

«Τα δεκαπέντε, μάνα μου, μονάχα εσύ μετράς τα,

θα πω πως είμαι δεκαεννιά, μα ποιος μετράει τ’ άστρα».

Ένας ύμνος στον Pierre, που δυο χρόνια μετά «παιδί στα δεκαεφτά» χάνει τη ζωή του πολεμώντας για την ελευθερία στα κρητικά χώματα.

Ένας ύμνος, όμως, μια ωδή, μέσω αυτού του «γελαστού παιδιού»- η φράση μιλάει από μόνη της- σε όλους τους άγουρους νέους που διαχρονικά και διαχωρικά μπαίνουν μπροστά, ορμητικά και θυσιάζονται για τα ιδανικά τους.

Το έργο του είναι κι ένας ύμνος στη μάνα του Pierre, γυναίκα που ζει τα δεινά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά πιστεύει στη Συνθήκη Ειρήνης που τον τερματίζει, πιστεύει

«πως ο άνθρωπος θα εξανθρωπιζόταν,

τα εκατομμύρια οι νεκροί τείχος θα ορθωνόταν».

Στη μάνα του Pierre, που παρά τους φόβους της, παρά τις αντιρρήσεις της δίνει την ευχή της, για να διαψευστεί τελικά και να θρηνήσει λίγο αργότερα, στο άκουσμα του χαμού του. Παρόμοια, αποτελεί ύμνο σε κάθε μάνα που ανασταίνει τα παιδιά της, αναπόφευκτα και σε κείνες τις μάνες που στέκονται ανήμπορες στη στρέβλωση της φυσικής πορείας των πραγμάτων.

Η αφήγηση του Γιώργου Γιουκάκη, είναι όμως και μια οφειλή. Γι’ αυτό και επεκτείνεται μετά τον χρόνο των γεγονότων, έως τη δεκαετία του 1960 και του 1980. Μια οφειλή απέναντι στον Κωστή Πετράκη, τον Κρητικό ήρωα του σαμποτάζ, που σε αντίθεση με τις τιμές που περίμεναν τους άλλους πρωταγωνιστές μεταπολεμικά στις πατρίδες τους, κέρδισε ως επίσημο παράσημο σαράντα χρόνια διώξεων.

«Ο Τζέλικο έγινε υπουργός και αρχηγός των Τόρις,

δήμαρχος έγιν’ ο Σιμπάρ της ιδικής του πόλης

και ο Μπερζέ τιμήθηκε σε στρατηγό αξίας,

έφταξε νά ‘ναι αρχηγός στο στρατό της Γαλλίας.

Επαέ για του λόγου σου έγραψε η ιστορία

κυνηγητό και φυλακές κι ατέλειωτη εξορία».

Η τελευταία σκηνή του έργου είναι αφιερωμένη σε αυτόν, στον Κωστή Πετράκη που, αν και βασανισμένος και καταδιωκόμενος δεν ξεχνά· σε πολύ δύσκολους καιρούς, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, γίνεται ο συνδετικός κρίκος της ηρωικής ομάδας, αξιοποιώντας ως στήριγμα την παράδοση του τόπου του: η συντεκνιά του με τον JackSibar, oοποίος φτάνει στην Κρήτη μαζί με τους άλλους της ομάδας για να βαφτίσει το γιο του Κωστή με το όνομα του σκοτωμένου συντρόφου τους PierreLeostic, καθίσταται εγγυήτρια της α-λήθειας, της μη λήθης της θυσίας του δεκαεπτάχρονου παιδιού. Εκείνη τη στιγμή θεμελιώνεται η στράτα του ονείρου και εγκαινιάζεται η οδός PierreLeosticΠετράκη. Εκείνη τη στιγμή συμπυκνώνεται ο χρόνος, ενώνεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Η αφήγηση του Γιώργου Γιουκάκη, είναι, όμως, μια οφειλή και προς όλους εκείνους που μοιράστηκαν την ίδια μοίρα με τον Πετράκη στον Πόλεμο και στα κατοπινά χρόνια, προς αφανείς, άτομα και ολόκληρα χωριά που έσπευσαν να στηρίξουν την Αντίσταση, που συνέτρεξαν τον Bergé και τα παλληκάρια του, όταν μετά το σαμποτάζ φυλάγονταν, προσπαθώντας να απομακρυνθούν με ασφάλεια από το νησί, τότε που:

«γνωρίσανε το δώρο το μεγάλο

το ρίσκο ταπεινών ανθρώπων,

βάση του αντάρτικου, το δίχως άλλο».

Σε αντίστιξη, η αφήγηση είναι και μια υπενθύμιση, για όσους ξεπλύθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια. Είναι η δική του απονομή δικαιοσύνης.

Εκείνο που δίνει, ωστόσο, ιδιαίτερη δύναμη στο έργο είναι ο τρόπος, η μορφή που εκφέρεται το περιεχόμενο, με άλλα λόγια η επιλογή του συγγραφέα να συνθέσει μία έμμετρη θεατρική αφήγηση. Για να το πετύχει αυτό ακουμπάει προσεχτικά στα βιωματικά του αποθησαυρίσματα, στα ακούσματα και τα διαβάσματά του, στο διακειμενικό του σύμπαν, προφορικό και γραπτό. Η παράδοση του κρητικού θεάτρου, των έμμετρων ιστορικών αφηγήσεων, των μαντινάδων, των μοιρολογιών και των θρήνων αποτελούν στέρεα ερείσματα και φαίνεται να του είναι οικεία. Η χρήση της κρητικής διαλέκτου, ο στίχος, το μέτρο, η ομοιοκαταληξία, τα ρητορικά ερωτήματα, οι σύντομες και εκτενέστερες παρομοιώσεις, οι αντιθέσεις, οι εικόνες, οι θεματικοί τόποι προδίδουν ήδη από τους πρώτους στίχους γνώση και ευκολία στη χρήση τους, γιατί αυτός είναι ο πολιτισμός του. Ο θρήνος της μάνας στην έβδομη σκηνή αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της επαφής του και με την πιο κοντινή του χρονικά νεοελληνική ποίηση, την οποία με ιδιαίτερο σεβασμό και προσοχή αξιοποιεί στη δική του σύνθεση

«Άχι, της ζήσης μου σκοπέ, με τρυφερές φτερούγες,

επέταγες και κένταγες του κόσμου μας τις ρούγες,

άρμεγες, φως μου, τους ανθούς ρόδα και κρίνα ετρύγας,

το σπίτι μας πλημμύριζες μ’ αρώματα της γλύκας».

Ενδιαφέρον έχει ο λυρισμός, με τον οποίο ενδύει αρκετούς στίχους του, το υποδόριο χιούμορ, σπάνιο λόγω του θέματος αλλά υπαρκτό, η χρήση λέξεων σύγχρονου, καθημερινού λεξιλογίου, που και αυτά αρμονικά εντάσσονται στην αφήγηση.

Το έργο συγκροτείται από οχτώ σκηνές, που αποτελούν τα βασικά διαλογικά μέρη, όλα γραμμένα σε ιαμβικό, ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο, και πέντε χορικά που προωθούν με συνοπτικό τρόπο την πλοκή. Από τα πέντε χορικά τα δύο έχουν συντεθεί σε τετράστιχες στροφές με εναλλαγή επτασύλλαβου και οκτασύλλαβου στίχου, λειτουργούν δηλ. στη λογική του δεκαπεντασύλλαβου. Τα άλλα τρία είναι γραμμένα σε στροφές των τριών ενδεκασύλλαβων στίχων και αποτελούν μάλλον την πιο δύσκολη τεχνικά σύνθεση του έργου. Και σε αυτό, ωστόσο, βρίσκεται γερό στήριγμα -πιθανόν και έμπνευση – στο Θέατρο της Κρητικής Αναγέννησης - στην Ερωφίλη του Χορτάτση. Επιπλέον αυτών, υπάρχουν και κάποιες άλλες αυτόνομες ενότητες, με τα λόγια που εκφέρει ο κήρυκας, αφενός, και οι μοίρες -Κλωθώ, Λάχεσις, Ατροπός- αφετέρου, στοιχείο πρωτοτυπίας της σύνθεσης.

Αν ο δεκαπεντασύλλαβος αποδεικνύεται ο φυσικός, ο αυτονόητος για τον συγγραφέα τρόπος σύνθεσης του έργου, ίσως υποδεικνύει και -λόγω της σχέσης του με την προφορικότητα- έναν πιθανό, φυσικό, τρόπο υποδοχής και αποδοχής του, ίσως και έναν εναλλακτικό τρόπο διάχυσής του. Η συνύπαρξη γραπτού και προφορικού κειμένου, άλλωστε, αποτέλεσε σε διάφορες περιόδους έναν κοινό τόπο για τα έμμετρα έργα, όπως για παράδειγμα συνέβη με τον Ερωτόκριτο και το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη. Πρωτοτυπία του κειμένου αποτελεί ασφαλώς και η θεατρική μορφή με την οποία ενδύεται η αφήγηση. Δεν έχω υπόψη μου άλλο έμμετρο κείμενο ιστορικής θεματικής που να αποδίδεται ως θεατρικό έργο, πολύ δε περισσότερο με αναφορά στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Η κατεύθυνση αυτή που δίνει στο έργο του ο Γιώργος Γιουκάκης, λειτουργεί ενισχυτικά στην επιλογή της έμμετρης σύνθεσης και θα μπορούσε να συνδέεται με την επιδιωκόμενη απεύθυνση, την ενδεχόμενη επιθυμία το έργο να καταστεί ένα ενεργό πολιτικά κείμενο, όπως ενεργή είναι και η ίδια η θεατρική πράξη -αποκρυστάλλωση πολιτικής σκέψης, σύμβολο δια-λόγου και μετοχής/μέθεξης ανά τους αιώνες αλλά και κάθαρσης από συλλογικά τραύματα.

Δεν είναι τυχαίο που ένα κείμενο που καταγίνεται με ηρωικές πράξεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γράφεται στον 21ο αι. Ο συγγραφέας είναι σαφής: οι εκκρεμότητες του παρελθόντος δεν έχουν τακτοποιηθεί, ο φασισμός ενεδρεύει, με τους ναζί δεν έχουμε τελειώσει. Ανεξάρτητα, βέβαια, από τη συγγραφική προθετικότητα, ή και επιτατικά σε αυτή, ο χρόνος της ανάγνωσης καθορίζει κάθε φορά την πρόσληψη και την ερμηνεία. Η συγκυρία της ανόδου της Χρυσής Αυγής από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και η είσοδός της στη Βουλή, η τρομοκρατία που ασκούσαν τα μέλη της, ακόμη και εντός του χώρου της Ολομέλειας, οι επιθέσεις εναντίον προσφύγων, μεταναστών, συνδικαλιστών, τα εγκλήματα μίσους που διαδέχονταν το ένα το άλλο, η δολοφονία του 21 ετών Αλίμ Αμπντούλ Μάναν από το Μπαγκλαντές στα Πατήσια το 2011, του 27χρονου Σαχζάτ Λουκμάν από το Πακιστάν στα Πετράλωνα το 2013, η δολοφονία του 34χρονου Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι τον ίδιο χρόνο, ο θρήνος της μάνας, βουβός ή φωναχτός, τρεμοπαίζουν σαν φλόγες από αναμμένα κεριά μνήμης ανάμεσα στους στίχους. Κι εκεί, το μήνυμα είναι ξεκάθαρα διατυπωμένο:

«η σβάστικα ν’ αφανιστεί, να γεννηθεί η ελπίδα

να ζούνε ξένοι και δικοί σε μια ασφαλή πατρίδα».

Σκέψεις που ίσως απασχολούσαν χρόνια τον Γιώργο Γιουκάκη, στίχοι που ίσως κλωθογύριζαν στο μυαλό του για μεγάλο διάστημα βρήκαν διέξοδο τελικά· πιθανόν -αν δεν ρέπω σε έναν ανούσιο ρομαντισμό- και με αφορμή τη διοργάνωση «12 Οκτωβρίου 1944: Η Αθήνα Ελεύθερη». Τότε που πέντε κορυφαίοι φορείς της χώρας, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, η Περιφέρεια Αττικής, ο Δήμος Αθηναίων, τα ΓΑΚ και η ΕΡΤ συνεργάστηκαν, ώστε μέσα από οργανωμένες δράσεις να μιλήσουμε επιτέλους για την Ελλάδα του Β’ ΠΠ και της Κατοχής· να αποτυπωθούν τα δεινά, να αναδειχτεί ο αγώνας του ελληνικού λαού ενάντια στον φασισμό/ναζισμό, να διασωθεί η πληροφορία στο εύθραυστο μεταίχμιο μιας εποχής, όπου οι πρωταγωνιστές των γεγονότων οριακά βρίσκονταν εν ζωή και μπορούσαν να αφηγηθούν την εμπειρία τους. Κυρίως, όμως, να συνειδητοποιήσουμε ότι η γνώση αυτή μας αφορά όλους, να ξύσουμε τις πληγές, να αντιμετωπίσουμε με ωριμότητα και να θεραπεύσουμε τα τραύματα του Πολέμου που κακοφόρμισαν στον Εμφύλιο και την καχεκτική δημοκρατία που τον διαδέχτηκε, να αναμετρηθούμε με το παρελθόν μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, την κοινωνία μας, τον κόσμο μας, το παρόν μας. Μέλος της ομάδας διοργάνωσης, ο Γιώργος Γιουκάκης πίστεψε και διατήρησε -όπως όλοι όσοι συμμετείχαμε νομίζω- την επιθυμία αυτά τα δημιουργικά χρόνια να μην πάνε χαμένα. Αν έτσι είναι τα πράγματα, μάλλον είμαστε τυχεροί που προλάβαμε, έστω και εν είδει νοσταλγικής αναφοράς, η παρουσίαση αυτού του βιβλίου να γίνει μέσα στον μήνα Οκτώβριο, έστω στην εκπνοή αυτού του συμβολικά φορτισμένου μήνα, του μήνα της νίκης, της απελευθέρωσης, της ομόθυμης γιορτής και της γρήγορης ματαίωσης.

 

Ονείρου Στράτα

Οδός Πιερ-Λεοστίκ Πετράκη

Έμμετρο Θεατρικό

 

Συγγραφέας: Γιώργος Γιουκάκης

Isbn: 978-960-579-141-4
Διαστάσεις: 12Χ18
Σελίδες: 106
Λιανική Τιμή: 10,00 ευρώ