Η ματαιωμένη ουτοπία
Γιάννης Γαβριηλίδης, Νίκος Καραγιάννης και άλλοι σύντροφοι
συγγραφείς:Γιώργος Κόκκινος, Γαβρίλης Λαμπάτος, Αφροδίτη Αθανασοπούλου
Σειρά: Έκκεντρη Ιστορία- Ιστορία από το Περιθώριο
επιμέλεια σειράς: Γιώργος Κόκκινος
351 σελ.
ISBN 978-960-6748-31-8
Τιμή € 22,43
Οι διπλά ηττημένοι του ελληνικού Εμφυλίου
Οι πρόσφυγες στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης
Δημοσιεύτηκε από τον ΓΙΩΡΓΟ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗ στην ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/02/2009
Σ' αυτό το πολλαπλών επιπέδων βιβλίο οι τρεις συγγραφείς του, ο πανεπιστημιακός Γιώργος Κόκκινος, ο ιστορικός Γαβρίλης Λαμπάτος και η διδάκτωρ Φιλολογίας Αφροδίτη Αθανασοπούλου, προσεγγίζουν μια πολύ σημαντική συνέπεια του ελληνικού Εμφυλίου. Οι συγγραφείς ευφυώς σημειώνουν πως παρακολουθούν την ιστορία των «διπλά ηττημένων» του ελληνικού Εμφυλίου. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες, που η ήττα τους στο ελληνικό έδαφος τους ακολούθησε και στο έδαφος εκείνων των χωρών το καθεστώς των οποίων ονειρεύονταν να πραγματοποιήσουν στην Ελλάδα. Αυτή η δεύτερη ήττα συνοδεύτηκε όχι μόνον από διώξεις, φυλακίσεις, στερήσεις των ατομικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων, αλλά και από την κατάρρευση των οραμάτων τους για έναν καλύτερο κόσμο. Ο δάσκαλος, φιλόλογος και διανοούμενος Γιάννης Γαβριηλίδης μέσα από μια σειρά αυτοβιογραφικών σημειωμάτων, διάσπαρτων καταγεγραμμένων μαρτυριών, αλληλογραφίας και σημειωμάτων για άλλους πολιτικούς πρόσφυγες δίνει το υλικό στους συγγραφείς για να παρακολουθήσουν τόσο την πραγματολογική πορεία της ζωής των πολιτικών προσφύγων στις λεγόμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες» (το λεγόμενες είναι δική μας αναφορά και όχι των συγγραφέων) όσο και τις ιδεολογικές τους ανησυχίες και ζυμώσεις.
Οι συγγραφείς έχουν ως μεθοδολογική αφετηρία την προσέγγιση των πολιτικών και φιλοσοφικών κειμένων που προτείνει ο Κουέντιν Σκίνερ. Υποστηρίζουν πως τα «κείμενα δεν μπορούν να φανερώσουν με πληρότητα το νόημά τους και να αναδείξουν την ιστορική σημασία τους παρά σε αναφορά με τα διακειμενικά και ιστορικά τους συμφραζόμενα» (σελ. 47). Εφαρμόζοντας αυτή τη μεθοδολογία έχουν δύο στόχους: Πρώτον, να μετατρέψουν τη στηριγμένη σε τραυματικά γεγονότα κυριολεκτική και παθητική μνήμη, όπως αυτή προκύπτει από τα κείμενα του Γαβριηλίδη, σε μια μνήμη που θα οδηγεί σε μια απελευθερωτική ενέργεια, σε μια μνήμη παραδειγματική. Ο Γαβριηλίδης παρακολουθώντας τη ζωή του και τις «ζωές των άλλων», όπως ο συνδικαλιστής-ναυτεργάτης Καραγιάννης και ο αγωνιστής Λευτέρης Ματσούκας (Μπαρμπαλέξης), αποδίδει την ατομική ένταση μεταξύ βιωμένης πραγματικότητας και καταρρέοντος οράματος. Οι συγγραφείς μέσα από τα γραπτά του Γαβριηλίδη με μεθοδικότητα και συνέπεια παρουσιάζουν ένα αφήγημα μιας συλλογικής εναλλακτικής μνήμης. Αυτό το βιβλίο όμως δεν αποτελεί μόνον ένα εργαστήριο της μνήμης. Αποτελεί επίσης το αποδεικτικό υλικό για την ηθική εξέγερση τίμιων ανθρώπων κατά της τυραννίας του πραγματωμένου «κομμουνισμού». Γιατί όσοι έζησαν έστω και μικρό διάστημα σε αυτές τις χώρες δεν χρειάζονταν τίποτε άλλο από λογική σκέψη, τιμιότητα και ηθική στάση για να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα. Οσοι δεν το έκαναν ή το έκαναν μετά το 1989, ας αναζητήσουν στην απουσία κάποιων ή όλων αυτών των στοιχείων μαζί τα αίτια της «παράλειψής» τους. Ταυτοχρόνως οι συγγραφείς παρουσιάζουν με τεκμηριωμένο τρόπο τη ζωή του κόσμου των πολιτικών προσφύγων στο Μπούλκες, στην Τασκένδη και κυρίως στο Κλουζ της Ρουμανίας, όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της προσφυγιάς του ο Γαβριηλίδης.
Ο δεύτερος στόχος τους αφορά τη χρήση του υλικού που τους προσφέρει ο Γαβριηλίδης για να συγκροτήσουν ένα ιστοριογραφικό σχέδιο και ένα σχέδιο ερμηνείας των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Εδώ όμως θα θέλαμε να εκφράσουμε τη ριζική μας διαφωνία με το μοντέλο ερμηνείας που προκρίνουν. Οι συγγραφείς απορρίπτουν την πολιτική ορθότητα του θεωρητικού σχήματος των «δύο ολοκληρωτισμών». Στο στόχαστρό τους τίθεται η άποψη του Στεφάν Κουρτουά «Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού: Εγκλήματα, τρομοκρατία, καταστολή» («Εστία», 2001), ο οποίος αντιμετωπίζει τον κομμουνισμό ως μια ομόλογη του φασισμού ιδεολογία, ως τρομοκρατικό σύστημα. Οι τρεις επιστήμονες υποστηρίζουν πως μια τέτοια άποψη παραγνωρίζει τη ριζική απόκλιση των δύο ιδεολογιών. Στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τη δαιμονοποίηση του κομμουνισμού και την ταύτισή του με τον φασισμό, οι αναλύσεις τους έρχονται σε αντίθεση με τις βιωματικές αναφορές του Γαβριηλίδη. Ενώ ορθώς υποστηρίζουν πως οι μαρτυρίες του Γαβριηλίδη συρρέουν στην ίδια κοίτη, «στο ερμηνευτικό σχήμα της βαθμιαίας μετατροπής του κομμουνισμού σε μια τερατώδη μηχανή ολοκληρωτικής εξουσίας και παράλογης βίας (σελ. 88), ταυτοχρόνως αναζητούν στις ιδεολογικές διαφορές τη σωτήρια λέμβο για να περάσουν χωρίς να βραχούν απέναντι από αυτήν την κοίτη, αρνούμενοι στην ουσία αυτό που προκύπτει από τις μαρτυρίες του Γαβριηλίδη. Δεν είναι τυχαίο που κλειδί για την ερμηνεία αυτών των καθεστώτων θεωρούν το βιβλίο «Ο αιώνας των κομμουνισμών» («Πόλις», 2001). Ενα βιβλίο το οποίο ούτε με την πιο αγαθή προαίρεση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατορθώνει να ερμηνεύσει τη φύση αυτών των καθεστώτων. Ο «Αιώνας», εκτός από τη λειψή αναγνώριση των εγκλημάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων, αποδίδει αυτά τα εγκλήματα «στις πολλαπλές αντιστάσεις του κοινωνικού» και στην «πολύπλοκη κίνηση της Ιστορίας». Στην όποια μάλιστα κριτική ξεφεύγει από τα όρια που θέτει η «ριζοσπαστική πολιτική ορθότητα», απαντούν πως γίνεται με στόχο την άρνηση της ριζικής αλλαγής. Η λογική των «αντιστάσεων του κοινωνικού» ήταν ακριβώς η λογική πάνω στην οποία στηρίχτηκε όλο το σταλινικό οικοδόμημα. Η λογική των «επιταγών της εξουσίας» αποτέλεσε τη γραμμή υπεράσπισης των κατηγορούμενων εγκληματιών στη δίκη της Νιρεμβέργης. Οι ολοκληρωτισμοί αναζητούν πάντοτε μια λογική έξω από αυτούς για να ζητήσουν την όποια νομιμοποίησή τους.
Σίγουρα καμία ιδεολογική συνάφεια δεν υπάρχει μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού, αλλά η επίκληση αυτής της διαφορετικότητας δεν νομιμοποιεί μια μονιστική ιδεολογία, όπως είναι ο κομμουνισμός. Οταν κανείς πιστεύει στην αναγκαιότητα ύπαρξης μόνον ενός τρόπου παραγωγής, μίας μόνον ιδιοκτησίας, μίας ιδεολογίας, μίας κυρίαρχης τάξης (πίστη που δεν διέπει τη σκέψη μόνον του Στάλιν, ούτε μόνον του Λένιν, αλλά και του Μαρξ και του Τρότσκι), τότε η απόσταση από αυτήν τη μονιστική ερμηνεία της Ιστορίας, ως την πίστη στο ένα κόμμα και στον μοναδικό ηγέτη «πατερούλη», είναι πολύ μικρή. Από εκεί μάλιστα ώς την πίστη πως ο κόσμος χωρίζεται σε πιστούς και αιρετικούς, έτσι ώστε οι διαφορετικές φωνές να μην έχουν θέση σε μια τέτοια πραγματικότητα, η απόσταση είναι μηδενική. Αυτό ακριβώς μας λένε τα βιογραφικά κατάλοιπα και σπαράγματα του Γαβριηλίδη και των άλλων «διπλά ηττημένων» πολιτικών προσφύγων. Η συγκριτική μέθοδος δεν αρκεί για να αποδώσει τη φύση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η ταύτισή τους με τον φασισμό είναι μια αντεπιστημονική προσέγγιση, αλλά και η προσέγγισή τους με βάση τη διαφορά τους από τον φασισμό είναι εξίσου λαθεμένη μέθοδος. Αν δηλαδή δεν υπήρχε ο φασισμός πώς θα προσεγγίζαμε τότε την κομμουνιστική τυραννία;
Το βιβλίο κλείνει με μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παρουσίαση από την Αφροδίτη Αθανασοπούλου των απόψεων του πρόσφυγα φιλόλογου Γαβριηλίδη για τη γλώσσα. Ο Γαβριηλίδης ξεκινά να ασκεί κριτική στη γραμματική του Τριανταφυλλίδη και στις απόψεις του Κριαρά, για να καταλήξει σταδιακά από υποστηρικτής μιας μετριοπαθούς εκδοχής του δημοτικισμού σε θιασώτη συντηρητικών γλωσσολογικών επιλογών, γράφει στην καθαρεύουσα και ομνύει στην αδιάσπαστη ενότητα και συνέχεια της ελληνικής γλώσσας ανά τους αιώνες. Η ιδεολογική σύγχυση και απογοήτευση των επαναπατρισθέντων πολιτικών προσφύγων αναζητεί στη γλωσσική συνέχεια και καθαρότητα τη ματαιωμένη ουτοπία που δεν βρήκε στο κομμουνιστικό εγχείρημα. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του πως αρχικά το ΕΑΜ προσέγγισε πολύ κόσμο προτάσσοντας κυρίως την εθνικοαπελευθερωτική παρά την κοινωνική του αποστολή, η επιστροφή μεγάλου τμήματος των προσφύγων σε εθνικά οράματα καθόλου δεν θα πρέπει να εκπλήσσει.