Δρόμοι πάνω στο χιόνι

Δρόμοι πάνω στο χιόνι

    Το χρονικό τριών ανυπότακτων. Στο «Δρόμοι πάνω στο χιόνι» ο συγγραφέας προσπαθεί να κοιτάξει από τη σχισμή του χρόνου τη σύντομη δρασκελιά του εικοστού αιώνα.

Του αιώνα των άκρων, του πιο σπουδαίου αλλά και πιο τραγικού, ίσως, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τον παρατηρεί μέσα από τα μάτια τριών απλών ανθρώπων, των ηρώων του. Του αιώνα που, ενώ είχε κλείσει πονηρά το μάτι σε εκατομμύρια ανθρώπους, τελικά διέψευσε τα όνειρά τους. Ενός ορεσίβιου αγωγιάτη, του Θανάση Μπράττη, ενός αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού, του Δήμου Πρίφτη και ενός πρώην πυγμάχου, μέτοικου και παράνομου, του Άρη Βαγενά.

 Τριών ανθρώπων που δεν είναι, ούτε επιδιώκουν να γίνουν ατσάλινοι ή πέτρινοι ήρωες, ανοξείδωτοι από λάθη, πάθη, θανάσιμα αμαρτήματα και ανθρώπινες αδυναμίες. Αντιθέτως, μάλιστα, η ζωή τους τα περιέχει όλα αυτά. Ζουν με τις αντιφάσεις, τις αγωνίες, αλλά και τις αμφιβολίες για τις επιλογές τους. Βυθίζονται συχνά σε ιχνηλατήσεις του «έσω κόσμου τους», των σκοτεινών λαβυρίνθων του μυαλού τους. Μιλούν με τις μελαγχολικές και θλιμμένες σιωπές τους, περισσότερο από το σύνηθες, ακόμα και όταν το μαύρο χιόνι σκεπάζει τις αυλές του μυαλού τους. Γιατί το έχουν ανάγκη.

  Εκείνο που ενώνει και τους τρεις δεν είναι κυρίως η τοπικότητα ή ένα ανεπαίσθητο, πλην υπαρκτό, νήμα συγγενικού δεσμού και χρονικής αλληλουχίας. Πρωτίστως τους συνδέει ο αγονάτιστος και ανυπότακτος χαρακτήρας τους απέναντι στις μεγάλες και μικρές εξουσίες, που συναντούν στο διάβα της πικροζωής τους. Αλλά και απέναντι στους δαίμονες που στήνουν τις αόρατες παγίδες στην ψυχή, στο νου και στην Ειμαρμένη τους.

  Οι τρεις ανυπότακτοι πρωταγωνιστές του βιβλίου, -που επίκεντρό του από τη σκοπιά της τοπικότητας έχει τον Ταΰγετο, το χωριό Νέδουσα (Αναστάσοβα) και την πόλη της Καλαμάτας-, μπορεί να μην ήξεραν από πού έρχονται τα χελιδόνια την άνοιξη, αλλά τα αναζητούσαν στο μακρινό ορίζοντα. Τελικά έγιναν εμπρηστές της ζωής τους, χωρίς όμως να ζητήσουν ούτε εξιλέωση ούτε ευθύνη από κανέναν. Ιδίως από τον ψεύτη αιώνα, στην πλάτη του οποίου ταξίδεψαν σαν σιωπηλοί επιβάτες.    

Δρόμοι πάνω στο χιόνι

συγγραφέας: Βασίλης Θ. Αμανατίδης  

Σελ. 384

ISBN: 960- 6748-77-6

Τιμή:  22 ευρώ

 

Για το βιβλίο είπαν:

 

Λαοκράτης Βάσσης

 (στην Παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα στις 23.2.11)

      Με τα βιβλία «διαλεγόμαστε» όσο τα διαβάζουμε.  Με τα καλά βιβλία «διαλεγόμαστε» και όταν τελειώσουμε το διάβασμά τους. 

     Τα «παίρνουμε» μαζί μας, καθώς αφήνουν τα αισθητικά τους αποτυπώματα στην ψυχή μας.  «Παίρνουμε» μαζί μας το πνευματικό τους κλίμα, τις πρωταγωνιστικές μορφές και τη μοίρα τους, ιδίως όταν ανοίγουν ρωγμές για τη «θέαση» της ανθρώπινης μοίρας.

      Το τριλογικό (ή τρισπόνδυλο) μυθιστόρημα του Βασίλη Αμανατίδη: ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ (εκδ. Ταξιδευτής) ανήκει στα καλά, στα γεμάτα βιβλία, που ανοίγουν μ’ αυτούς που τα διαβάζουν «διάλογο» που δεν κλείνει.

      Αναρωτήθηκα, όταν τελείωσα το διάβασμά του, γιατί το «κουβαλάω» μέσα μου.  Θα προσπαθήσω να δώσω μια σύντομη απάντηση, έχοντας συνείδηση πως στα «γιατί» των λογοτεχνικών βιβλίων δεν χωρούν απόλυτες απαντήσεις, με τελεία και παύλα δηλαδή, καθώς πρόκειται για «μαγικούς» πομπούς με παράξενη λειτουργία, που δεν υπακούει σε κανονιστικές προδιαγραφές.

      Α. Ψάχνοντας το «γιατί» στο βιβλίο του Βασίλη, θα ξεκινήσω από τρία υποστρώματα, που το διαπερνούν ως υλικό υποδομής και θεμελίωσής του.  Πρόκειται για το τοπικό, το ιστορικό και το πολιτικό υπόστρωμα, που αλληλοπροσδιοριζόμενα συνθέτουν τη βάση του «θεατρικού» πεδίου πάνω στο οποίο δρουν οι πρωταγωνιστές και όλοι αυτοί που τους περιβάλλουν.

      Το τοπικό: Είναι το πρώτο υπόστρωμα που προσδιορίζει την αρχετυπική, θα μπορούσαμε να πούμε, βάση της ταυτότητας περίπου όλων.  Από τις πρώτες ως τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ανασαίνει κανείς την τοπικότητα με τις πολλές της λειτουργίες, όπως, για παράδειγμα, η ηθογραφική, που σημαδεύει και τη δραματική αφετηρία της περιπέτειας του πρωταγωνιστή της πρώτης τριλογίας, αλλά και η γλωσσική, με την έξυπνη χρήση πολλών λέξεων που αναπέμπουν, δίκην κώδικα μυημένων, στην περί την Αναστάσοβα τοπική λαλιά και μήτρα.  Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το ότι ο τόπος της αρχετυπικής φύτρας είναι το δια βίου σταθερό σημείο αναφοράς των πρωταγωνιστικών προσώπων όπου κι αν βρίσκονται, μέσα στην Ελλάδα ή στην άλλη άκρη του κόσμου.  Που συνειρμικά σε κάνει να σκεφτείς την οδυσσειακή διάσταση αυτής της σχέσης και πολύ περισσότερο να τρομάξεις στην ιδέα ενός…άτοπου κόσμου, όπως αυτός που παράγει η παγκοσμιοποιητική πολτοποίηση.  Η τοπική μήτρα και φύτρα της Αναστάσοβας, πολιτιστική μήτρα και φύτρα, οδηγεί, με διασταλτική βέβαια ερμηνεία, στο «Μέγιστον τόπος» του Θαλή του Μιλήσιου, μακράν πάντοτε από ανόητους τοπικισμούς, που δεν αγγίζουν ούτε και καθ’ υποψίαν τους  Αναστασοβίτες του μυθιστορήματός μας.

      Το ιστορικό:  Είναι το δεύτερο υπόστρωμα.  Ο συγγραφέας, ξέροντας πόσο έντονη είναι αυτή η διάσταση στη γραφή του, θέλει στο εισαγωγικό του σημείωμα να μας προφυλάξει από παρερμηνείες της.  Μας προειδοποιεί πως «το βιβλίο δεν επιδιώκει προφανώς να κάνει ιστορία, ούτε καν ιστοριογραφία, αφού ο δημιουργός του δεν είναι ιστορικός ούτε καν ιστοριοδίφης».  Κι έτσι είναι.  Δεν γράφει ιστορία.  Όπως όμως οι πρωταγωνιστές του, χάρη στη γενέθλια Αναστάσοβα, έχουν σταθερή τοπική αναφορά, δεν περιπλανώνονται, όπως είπαμε, σε έναν…ά-τοπο κόσμο, έτσι έχουν και σταθερή χρονική αναφορά.  Δεν εκτυλίσσεται δηλαδή η περιπέτειά τους ερήμην της ιστορίας, σε                       έναν…ά-χρονο κόσμο.  Κι είναι σημαντικές οι εν δυνάμει, οι υπόρρητες, αλλά καμιά φορά και οι ρητές ερμηνευτικές ιστορικές ματιές του συγγραφέα, όσο κι αν είναι ένας καλός χρήστης αυτών των στιγμών, απλώς για τις ανάγκες του μυθιστορήματός του.  Θελημένα όμως η αθέλητα, άμεσα ή έμμεσα παίρνει θέση.  Ο Δεληγιάννης, για να μείνω σε ένα απλό παράδειγμα, χαρακτηρίζεται ευθέως ως «ο χειρότερος πρωθυπουργός του νεότευκτου ελληνικού κράτους».  Σε κάθε περίπτωση, οι ιστορικές ματιές, όπως και όλος ο ιστορικός καμβάς της συνολικής τριλογικής αφήγησης, απολύτως συνυφασμένος με τον πολιτικό καμβά και τις ακόμα πιο εύγλωττες πολιτικές ματιές του, είναι απ’ τις πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές της μυθιστορηματικής γραφής του Βασίλη Αμανατίδη.

      Το πολιτικό:  Είναι το τρίτο υπόστρωμα, όπου και οι πιο εύγλωττες ματιές, στις οποίες έκανα λίγο πριν την επίσης εύγλωττη νύξη μου.  Προσπερνώντας τα πολυσυζητημένα και πολλές φορές απλοϊκά και άγονα περί του τι είναι και δεν είναι πολιτικό, θεωρώ αρκούντως και επιτυχώς έντονη την πολιτική διάσταση και πολιτική ματιά στη γραφή του, χωρίς η πολιτική χροιά, κάθε άλλο μάλιστα, να αλλοιώνει ή να οδηγεί…σε λογοτεχνική έκπτωση το μυθιστόρημά του.  Κι αυτό γιατί, με δεδομένη τη συνύφανσή τους, δεν είναι η λογοτεχνική διάσταση το «πονηρό» όχημα της πολιτικής διάστασης, αλλά, πολύ καθαρά στην περίπτωσή του, είναι η λογοτεχνική διάσταση που υποτάσσει την πολιτική στις αισθητικές της απαιτήσεις, με τα βιούμενα αισθητικά αποτελέσματα.  Κι αυτό είναι ένα στοίχημα που δεν κερδίζεται εύκολα, ιδίως αν η πολιτική σου συνείδηση έχει δοκιμαστεί σε πολιτικό και ιδιαίτερα σε αριστερό καμίνι, όπου το «καθοδηγείν» γίνεται περίπου…δεύτερη φύση.  Έχοντας κοινούς καημούς, θα ήθελα, αν δεν υπήρχε η κλεψύδρα του χρόνου, να πω πολλά για το αριστερό κλίμα του συνολικού πολιτικού υποστρώματος του βιβλίου ή, πολύ ιδιαίτερα, για τη διακριτική ματιά με την οποία παρακολουθεί την πονεμένη αριστερή περιπέτεια στην περιοχή του, καθώς δεν αποφεύγει να αγγίξει ούτε και πληγές όπως αυτή του Μελιγαλά.  Όπως θα είχα και θα ήθελα να πω πολλά για το λογοτεχνικό άγγιγμα, μέσα απ’ τη «Φωλιά του Ταύγετου», του εμφυλιακού μας τραύματος, φρονώντας πως στην ίασή του, που θα συντελεστεί όταν θα μπορούμε να θρηνούμε παρομοίως το χαμό και του  Ετεοκλή και του Πολυνείκη, θα φτάσουμε πρωτίστως με την καθαρτήρια λειτουργία τέτοιων αγγιγμάτων.  Με την καθαρτήρια δηλαδή λειτουργία της αληθινής τέχνης, που δεν χωρίζει τα αδέρφια τουλάχιστον μετά το θάνατό τους.  Κι είναι απ’ τα πλέον σημαντικά αυτό το λογοτεχνικό άγγιγμα του συγγραφέα στο εμφυλιακό μας τραύμα.  Στο τραύμα όλων ημών που ανήκουμε στους «ηττημένους» αυτού του εφιαλτικού εμφυλίου, αν υπάρχουν νικητές σε τέτοιες τραγωδίες.  Γι’ αυτό και αξίζει να αφεθούμε στην αισθητική του λειτουργία και να στοχαστούμε επ’ αυτού εις βάθος, ίσως σιγοτραγουδώντας και το «Δυο γιους είχες μανούλα μου» του Μίκη Θεοδωράκη.

      Β.  Το «γιατί» όμως με ακολουθεί αυτό το βιβλίο μετά το διάβασμά του, δεν περιορίζεται στα τρία υποστρώματά του.  Τουναντίον, παρ’ότι δι’ αυτών, εκτείνεται και πέραν αυτών.  Είναι η ίδια η μοίρα των προσώπων του μυθιστορήματος, η ομιλούσα μοίρα των πρωταγωνιστών αλλά και η  περίπου βουβή μοίρα αυτών που κινούνται στο μαγνητικό πεδίο και στη σκιά τους, όπως οι μανάδες και οι γυναίκες τους.  Καθώς ξετυλίγεται το νήμα της περιπέτειάς τους απ’ την Αναστάσοβα ως την Αθήνα, την Αμερική και τον Καναδά, πάντοτε με δικές τους, υποτίθεται, επιλογές, μένει απειλητικά μετέωρο το ερώτημα αν όριζαν, αφού οι ίδιοι αποφάσιζαν, ή αν εντέλει τους όριζε κάποια…σκοτεινή μοίρα.  Ούτε και μπορώ να μην επισημάνω τα συνεχή αδιέξοδα αλλά και την τραγικότητα του προσωπικού τους τέλους.  Νομίζω πως σ’ αυτή τη βαθύτερη διάσταση της συνολικής αφήγησης αναδεικνύεται και κρίνεται κατά κύριο λόγο η λογοτεχνική της καταξίωση και η συνακόλουθη αισθητική της λειτουργία και δικαίωση στη συνείδησή μας.  Είναι η διάσταση μιας προκύπτουσας αφηγηματικής ειλικρίνειας, που θέλει τον Μπράττη, μια πραγματικά εξαιρετική λογοτεχνική μορφή, όλο να μπλέκεται σε παιγνίδια της μοίρας και όλο να αναδέχεται με μια φυσική γενναιότητα αυτές τις προκλήσεις.  Με αφοπλιστικά αξεπέραστη την πρόκληση της γενναίας επιλογής της ίδιας του της εκτέλεσης από τους Γερμανούς.  Θέλουμε δεν θέλουμε στεκόμαστε πολύ σ’ αυτό το αινιγματικά σκοτεινό παιγνίδι των πρωταγωνιστών με τη μοίρα τους, καθώς μας υποχρεώνει να αναμετρηθούμε με το αινιγματικά σκοτεινό βάθος της ίδιας της ανθρώπινης μοίρας.  Δεν το σκαλίζω περισσότερο, γιατί δεν θα τελειώσω.  Όντας όμως βέβαιος πως κι ο καθένας σας, διαβάζοντας το βιβλίο, θα κάνει πολλούς «διαλόγους» με τον Μπράττη, τον Πρίφτη και τον Βαγενά, με μετέωρο πάντοτε το ερώτημα αν διάλεξαν ή αν τους διάλεξε η μοίρα τους, όπως θέλει για όλους μας ο Συκουτρής με το «Δεν διαλέγουμε εμείς τη μοίρα μας, εκείνη μας διαλέγει».-

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Αμανατίδη  «Δρόμοι πάνω στο χιόνι», 2011

 

Η ευχάριστη έκπληξη  Αισιόδοξο μήνυμα

Προσωπικά ένοιωσα μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, αφού δεν γνώριζα τις συγγραφικές αρετές του παλιού φίλου και συναγωνιστή Βασίλη Αμανατίδη. Είναι όμως το βιβλίο αυτό ταυτόχρονα και ένα αισιόδοξο μήνυμα, καθώς δείχνει τα πολλαπλά πεδία ανθρώπινης δημιουργίας. Ο Βασίλης Αμανατίδης, πέραν της σημαντικής πολιτικής του δράσης και της επαγγελματικής του διαδρομής, δοκιμάζει με επιτυχία τις δυνάμεις του σε ένα εντελώς διαφορετικό όσο και απαιτητικό πεδίο.

Το βιβλίο «Δρόμοι πάνω στο χιόνι» επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις, αφού η αφήγησή του κινείται ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, ο Ταΰγετος, το χωριό Νέδουσα, η πόλη της Καλαμάτας, είναι το κεντρικό σκηνικό πάνω στο οποίο εκτυλίσσονται τρεις αφηγήσεις, για τρεις ανθρώπινες διαδρομές.Όμως οι στοχασμοί, τα διλήμματα, οι προσδοκίες, οι ελπίδες και οι απογοητεύσεις που συνθέτουν τη διαδρομή των πρωταγωνιστών, η διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στην υποταγή και την αξιοπρέπεια, την ανυπακοή και τα ατομικά όριά της, θα μπορούσαν να εκτυλιχθούν παντού. Αυτή η διαπλοκή της τοπικότητας και της παγκοσμιότητας είναι διαρκής και έντονη όχι μόνο επειδή οι  πρωταγωνιστές συνδέονται ή επικοινωνούν με τον έξω κόσμο , αλλά επειδή τα βαθύτερα διλήμματα που ζουν είναι κοινά.
Το βιβλίο συγκροτείται από τρεις ανθρώπινες ιστορίες, τρεις ανθρώπινες διαδρομές, διαφορετικές αλλά και συμπληρωματικές μεταξύ τους. Είναι συμπληρωματικές ως προς το χρόνο, αφού η πρώτη διαδρομή, αυτή του Θανάση Μπράτη, του αγωγιάτη μας φέρνει σ’ επαφή με το πρώτο μισό περίπου του 20ου αιώνα, ενώ η δεύτερη διαδρομή, με τη μορφή του αντάρτη Πρίφτη, επικεντρώνεται στην πυκνή δεκαετία του ’40, για να κλείσει η τρίτη διαδρομή, εκείνη του Άρη Βαγενά, το οδοιπορικό του 20ου αιώνα. Όμως οι τρεις διαδρομές είναι συμπληρωματικές και ως προς το περιεχόμενο, αφού αυτές από κοινού συνθέτουν το πλαίσιο των ηθικοπολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων του αιώνα που πέρασε.

Φαίνεται λοιπόν πως πίσω από αυτές τις διαδρομές ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο «ψεύτης αιώνας», όπως τον ονόμασε ο Βασίλης, τονίζοντας με τον τρόπο αυτό τη διάψευση ελπίδων ως το κύριο χαρακτηριστικό του αιώνα που πέρασε. 

Αναστοχασμός πάνω στον 20ο αιώνα

Φαίνεται λοιπόν πως ο αναστοχασμός για τον 20ο αιώνα, την εποχή των άκρων, όπως τον ονόμασε ο EricHobsbawm, συνεχίζεται. Και δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι το μυθιστόρημα αυτό είναι μια συμβολή σ’ αυτόν τον αναστοχασμό.

Ο φτωχός και βασανισμένος αγωγιάτης θυσιάζεται, «χάνεται σαν κομμουνιστής, ενώ δεν ήταν», από τις σφαίρες των Γερμανών κατακτητών, όχι απλώς για να βοηθήσει το νέο αντάρτη να γλυτώσει αλλά επειδή έβλεπε στον αγώνα των ανταρτών την προσδοκία για μια ριζική αλλαγή της ζωής.

Όμως ο ίδιος ο αντάρτης σβήνει εντελώς άδοξα με το παράπονο και το αναπάντητο ερώτημα: πώς «όλοι εμείς που θέλαμε να γίνουμε το αλάτι της γης», όπως λέει, πώς, αναρωτιέται, «καταλήξαμε υπνοβάτες σε ναρκοπέδιο και τελικά ιδανικοί αυτόχειρες»;

Τέλος, ο τρίτος πρωταγωνιστής αναζητά μέχρι τέλους νόημα  ζωής και λόγο ύπαρξης ανάμεσα στο μποξ, σε ρέμπελες παρέες και ψεύτικους παραδείσους σε μια εποχή αντιηρωική, τη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα.    

Τέλος ή μια νέα αρχή;

Όμως στο βιβλίο αυτό μπορούμε να δούμε και στοιχεία ενός πολιτικού δοκιμίου για την Αριστερά.Αναμφίβολα για όσους θέλησαν να γίνουν το «αλάτι της γης», για όσους πίστεψαν την παγκόσμια επανάσταση, για όσους και όσες αγωνίσθηκαν οι ίδιοι για μια άλλη κοινωνία, ο επίλογος του 20ου αιώνα ήταν μια μεγάλη απογοήτευση. Όμως ο ίδιος ο 20ος  δεν ήταν μόνο η εποχή των άκρων. Ήταν και ο αιώνας των ορίων. Έδειξε τα όρια του καπιταλισμού στην ακραία εκδοχή της φασιστικής βαρβαρότητας, και τα υπενθυμίζει έκτοτε με ποικίλα επεισόδια, πολέμους και εκτροπές. Έδειξε τα όρια του υπαρκτού σοσιαλισμού, υπό τη μορφή που τον γνωρίσαμε, με την παταγώδη και χωρίς καμιά αντίσταση κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως έδειξε και τα όρια εκείνου που ονομάσθηκε «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» ή σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, τον άδοξο εκφυλισμό του οποίου ζούμε σήμερα διεθνώς και στη χώρα μας.

  Ίσως τελικά ο 20ος αιώνας, αποκαλύπτοντας τα όρια των διαδρομών που γνωρίσαμε, να έστρωσε το έδαφος για μια νέα αρχή, για νέες διαδρομές, με στόχο πάντα μια κοινωνία πραγματικής ελευθερίας, ουσιαστικής δημοκρατίας και ισότητας.

  Ίσως λοιπόν ο απολογισμός για τον 20ο αιώνα να μην είναι τόσο αρνητικός. Στο κάτω κάτω όλες οι μεταρρυθμίσεις που σήμερα ανατρέπονται από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, υπό τη δεξιά ή «σοσιαλιστική» διαχείριση, όλα τα δικαιώματα που τόσο βάναυσα καταπατούνται, αποτέλεσμα των αγώνων που έγιναν κυρίως στον αιώνα που πέρασε είναι. Δεν ζούμε λοιπόν το τέλος της ιστορίας όπως μας είπαν. Ούτε ζούμε το τέλος των μεταρρυθμίσεων, των επαναστάσεων και των ανατροπών. Οι διαδρομές και οι δρόμοι πάνω στο χιόνι συνεχίζονται και ίσως πίσω από τη στροφή που τώρα διανύουμε να μας αποκαλυφθούν νέοι ορίζοντες και νέες αχαρτογράφητες περιοχές που πρέπει να διαβούμε.